Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέντισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφέντισσα [aféndisa] η,
  • ① female ruler, mistress, lady (syn αρχόντισσα 1, αφέντρα 1, δέσποινα):
    • εσύ είσαι σπίτι σου εδώ μέσα, ~ (Petsalis)
  • ⓐ female boss, mistress:
    • ποια είναι αυτή η μικρή η αφέντισσά του, που έρχεται απ' τα μακρινά μέρη; (Venezis)
  • ② fig sth personified as a female having authority, rule, or supremacy, mistress, lady (syn αφέντρα 2):
    • έγινε η Eυρώπη ~ των ηπείρων (Panagiotop) |
    • οι δρόμοι που 'βγαζαν στην ~ του Bοσπόρου ήταν γιομάτοι παγίδες (Sardelis) |
    • η μεταφυσική .. πέρασε για πρώτη κι ~ ανάμεσα στις επιστήμες (Theodoridis) |
    • η νέα λογοτεχνία μας είναι ανάγκη να μπει στα γυμνάσια .. σαν ~, σαν μάθημα κύριο, θεμελιακό (Theotokas)

[fr MG αφέντισσα, der of αφέντης w. suff -ισσα; cf αρχόντισσα, γερόντισσα, χανούμισσα (further extension of χανούμ) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες