Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφάνταστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφάνταστα [afándasta] adv
  • unimaginably, incredibly, inconceivably, extremely (syn απίθανα 3, απίστευτα, αφαντάστως):
    • ~ ευτυχισμένος, λυπητερός, πλούσιος, πολύπλοκος, ωραίος |
    • ~ γρήγορα, μακριά |
    • διασκεδάζει, πονεί, υποφέρει ~ |
    • τον βασανίζει, τον εξοργίζει, τον συμπαθεί ~ |
    • αυτά τα ανσάμπλ κολακεύουν ~ τη σιλουέτα |
    • είναι ~ ποικίλες οι αισθητικές τάσεις των Bυζαντινών (Kanellop) |
    • αυτό που έκανες σε ανεβάζει .. ~ ψηλά μες στη συνείδησή μου (Petsalis) |
    • η φήμη τον παρίστανε ~ σκληρό κι αιμοβόρο άνθρωπο (Venezis) |
    • σχηματίζουν μια συμπαγή δέσμη εκτυφλωτικού φωτός, που καίει ~(APapavasileiou)

[der of αφάνταστος; cf αφαντάστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες