Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφάνισμα [afánizma] το,
- ① destruction, ruin, devastation, eradication (syn αφανισμός 2, καταστροφή):
- έφερε το ~ των μεγάλων πόλεων, των εργοστασίων και των συγκοινωνιών από τις ατομικές μπόμπες (Evelpidis) |
- από τη διάνοιά του περνούν παραστάσεις που θυμίζουν το γκρέμισμα κι ~ θεών στις ανατολικές μυθολογίες (Theodoridis)
- ② state of being worn out, extreme tiredness, exhaustion (syn εξάντληση):
- η γαλήνη του σύθαμπου φέρνει τον ύπνο, το ~, τη λιγοψυχιά (Petsalis)
[der of αφανίζω; cf βοτάνισμα, κολάνισμα, λιάνισμα, κοκκίνισμα etc]
- ① destruction, ruin, devastation, eradication (syn αφανισμός 2, καταστροφή):



