Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόβουλα [aftόvula] adv (L)
- ① of one's own free will, willingly, voluntarily (syn αυτοβούλως 1, αυτόθελα, αυτοθέλητα, ιδιόθελα, εκούσια, πρόθυμα):
- ~ η φιλοσοφία .. παραχωρεί το θρόνο της στη συμβολική σκέψη (Tsatsos) |
- το έργο .. έχει αξία μόνο όταν ελεύθερα και ~ το αποδέχεται η ψυχή (Tatakis)
- ② of one's own accord, at will, independently, arbitrarily (syn αυτοβούλως 2, near-syn αυθαίρετα, ετσιθελικά):
- είχε ενθουσιασθεί με τα έργα του Bάγνερ και τα είχε ~ ανεβάσει για το κέφι του (Thrylos, adapted) |
- ενεργώντας ~ με 18 άλλους συντρόφους του .. εξοντώνει την τουρκική φρουρά (Vacalop) |
- το παιγνίδι .. βοηθεί τον άνθρωπο να αναπτύξει .. ~, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις (Chatzinikou)
[der of αυτόβουλος]
- ① of one's own free will, willingly, voluntarily (syn αυτοβούλως 1, αυτόθελα, αυτοθέλητα, ιδιόθελα, εκούσια, πρόθυμα):



