Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτό
781 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτό [aftό] το,
  • ① n of αυτός, q.v.
  • ② in L phr (ένα και) το ~ (one and) the same

[n of αυτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτό καθαυτό (& αυτό καθεαυτό) s. αυτός καθαυτόν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτο- [afto] & αυτό- [aftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αυτ- [aft] ή αυθ- [afθ], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει αυτοπάθεια: α. σε σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής: ~ανακηρύσσομαι, ~αποκαλύπτομαι, ~δημιουργούμαι, ~ελέγχομαι, ~επαινούμαι, ~καταστρέφομαι, ~κατηγορούμαι, ~ονομάζομαι, ανακηρύσσω, αποκαλύπτω κτλ. τον εαυτό μου. β. σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά: ~εξυπηρέτηση, ~παρατηρησία, ~πειθαρχία, ~προστασία, ~σεβασμός, ~συγκράτηση, το να παρατηρεί κανείς τον εαυτό του, να πειθαρχεί στον εαυτό του κτλ. 2. με αναφορά στη δύναμη, τις δυνάμεις, την προσπάθεια κτλ. αποκλειστικά του ίδιου του υποκειμένου ή του προσδιοριζομένου και όχι στη δύναμη ή γενικά τη βοήθεια που προέρχεται από άλλη πηγή: ~δημιούργητος, ~δίδακτος, ~σύστατος· ~κίνητος, αυτόφωτος. ANT ετερο-. 3. για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται από μόνο του, αυτομάτως: ~γενής, ~φυής, αυθύπαρκτος· ~ΐαση. 4. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ανεξαρτησία του προσδιοριζομένου όσον αφορά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αυτεξούσιος, ~δύναμος, ~κέφαλος.

[λόγ. < αρχ. αὐτ(ο)- θ. της αυτοπ. αντων. αὐτό(ς) `αυτός ο ίδιος, μόνος του΄ ως α' συνθ.: αρχ. αὐτο-κτονία, αὐτ-άρκης & διεθ. auto- < αρχ. αὐτο-: αυτο-βιογραφία < γαλλ. autobiographie & μτφρδ.: αυτο-θυσία < αγγλ. self-sacrifice, αυτο-κίνητο < γαλλ. automobile, αυτο-σκοπός < γερμ. Selbstzweck· λόγ. < αρχ. αὐθ- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. αὐθ-ημερόν, ελνστ. αὐθ-υπόστατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτο- [afto] 1st me of cpds (L)
  • ① vbs or adjs oneself or itself, self-, e.g., αυτοακρωτηριάζομαι, αυτοδιαθέτομαι, αυτοθαμπώνομαι, αυτοσαρκάζομαι, αυτοακυρώνομαι, αυτοδιαπλάσσομαι, αυτοκατάκριτος, αυτοσατιρίζομαι, αυτοαναγορεύομαι, αυτοδιαφημιζόμενος, αυτοκαταστρεφόμενος, αυτοστεφανώνομαι, αυτοαπελευθερώνομαι, αυτοδιεγείρομαι, αυτοκολακευτικός, αυτοστιγματίζομαι, αυτοαποκαλύπτομαι, αυτοδοξάζομαι, αυτοκρινόμενος, αυτοσυγκρατημένος, αυτοαφανίζομαι, αυτοδυσφημίζομαι, αυτολιβανιζόμενος, αυτοτιμώμαι, αυτοαφοπλίζομαι, αυτοεγκωμιάζομαι, αυτομακαρίζομαι, αυτοϋψώνομαι, αυτοαχρηστεύομαι, αυτοεκλέγομαι, αυτομειωτικός, αυτοφυλακίζομαι, αυτοβαθμολογούμαι, αυτοεξαφανιζόμενος, αυτοορίζομαι, αυτοψυχογραφούμαι, αυτοβραβεύομαι, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοπαρατηρούμαι, αυτοψυχολογούμαι, αυτογύμναστος, αυτοερεθίζομαι, αυτοπεριγράφομαι etc αυτοδεσμευμένος, αυτοζωγραφίζομαι, αυτοπροστατεύομαι
  • ⓐ nouns of o.s. or itself, self-, e.g., αυτοαντίληψη, αυτοεκδήλωση, αυτοθεωρία, αυτοπροβιβασμός, αυτοαπαγχονισμός, αυτοεμπρησμός, αυτοκαθοδήγηση, αυτοπροφύλαξη, αυτογελοιογραφία, αυτοενημέρωση, αυτοκατάργηση, αυτοσκοτωμός, αυτοδαμασμός, αυτοενοχοποίηση, αυτοκαταφρόνηση, αυτοσπαραγμός, αυτοδιαβεβαίωση, αυτοεξάλειψη, αυτοκολασμός, αυτοτιμωρησία, αυτοδιάγνωση, αυτοεξύψωση, αυτομαστίγωμα, αυτοτύφλωση, αυτοδιαπαιδαγώγηση, αυτοεπίδειξη, αυτομεταμόρφωση, αυτοφθορά, αυτοδιαφώτιση, αυτοεπίπληξη, αυτομίμηση, αυτοφιλία, αυτοδιόρθωση, αυτοεπιτήρηση, αυτοπαίδευση, αυτοχλευασμός, αυτοδοκιμασία, αυτοευχαρίστηση, αυτοπροαγωγή etc
  • ⓑ with, to, or for o.s., e.g., αυτοδιαμορφώνω, αυτονομοθεσία, αυτοσύμβαση, αυτοϋποστήριξη, αυτοκαθετηριασμός, αυτοπειραματισμός, αυτοσυνέπεια etc
  • ⓒ against o.s., e.g., αυτοεπιθετικότητα, αυτοκάκωση, αυτοκαταψήφιση, αυτοράπισμα, αυτοϋπονόμευση etc.
  • ⓓ within o.s., e.g., αυτοκατάδυση, αυτοπερισυλλογή etc.
  • ② by or through one's own free will, independent(ly), self-, e.g., αυτογνωμία, αυτοκαθορισμένος, αυτοπροαίρεση, αυτόθετος, αυτοκυβερνησία, αυτοστρατευμένος etc
  • ⓔ by one's own means or power, self-, e.g., αυτοθεμελιούμενος, αυτοκαλλιεργούμενος, αυτοπρόσκλητος, αυτοφύομαι, αυτοθερμαίνομαι, αυτοκινησία, αυτοσυντηρούμενος, αυτοωρίμανση etc
  • ⓕ without external intervention, automatical(ly), self-, auto-, e.g., αυτογεμίζομαι, αυτολιπαινόμενος, αυτοπολυμερισμός, αυτοταλάντωση, αυτοευθυγραμμιζόμενος, αυτοξίδωση, αυτορυθμίζομαι etc αυτοκλειδωνόμενος, αυτοπεριστροφή, αυτοσυντονίζομαι
  • ③ of or in o.s. or itself, inherently, e.g., αυτοβέβαιος, αυτόκοσμος, αυτοΰπαρξη, αυτοφανέρωτος, αυτοζωία, αυτοΰλη, αυτουσία etc
  • ⓖ one's own, personal, e.g., αυτοέμπνευση, αυτομαρτυρία, αυτόμοχθος etc

[fr kath αυτο- ← MG, PatrG ← K, AG αὐτο- der of αὐτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαγωγή s. αυταγωγή.
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαδικημένος, -η, -ο [aftoa∂iciménos] (L)
  • having done an injustice to o.s., self-wronged:
    • οι φιλάργυροι αδικούν τον εαυτό τους· αυτοαδικημένοι δεν ζητούν αποκατάσταση

[cpd w. αδικημένος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαδικούμενος [aftoa∂ikúmenos] ο, (L)
  • person doing an injustice to o.s.:
    • η πίκρα του αυτοαδικούμενου· κανένας δεν σε πείραξε, για να τα βάλεις μαζί του (Palaiologos)

[substantiv. m of prp of *αυτοαδικούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοακρωτηριασμός [aftoakrotiriazmós] ο, (L)
  • amputation of a part of one's own body:
    • fig θα ήταν ασυλλόγιστος ~.. το να θελήσουμε να εξουδετερώσουμε τα στοιχεία του πνευματικού εαυτού μας, που βρίσκονται σ' επαφή .. μαζί του (Theotokas)

[fr kath (neol) αυτοακρωτηριασμός, cpd w. ακρωτηριασμός; cf kath (Koumanoudis) αυτακρωτηρίασις]

[Λεξικό Κριαρά]
αυτοαλήθεια η.
  • Aλήθεια αυτή καθεαυτή, απόλυτη αλήθεια:
    • ακούσατε λόγους αληθείς, την αυτοαλήθειαν (Σφρ., Xρον. 821).

[μτγν. ουσ. αυτοαλήθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαλήθεια [aftoalíθia] η, (L) philos
  • truth itself, the very truth, absolute truth:
    • ο θεός για τους χριστιανούς είναι η ~, ο κυρίως νους που φωτίζει το νου του ανθρώπου (Tatakis)

[fr kath αυτοαλήθεια ← postmed, MG ← PatrG, cpd w. ἀλήθεια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...79   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες