Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτωνών
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ανατέλλω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) (Προκ. για το φως, την ημέρα) ανατέλλω, φωτίζω:
        • (Λίβ. Esc. 2590), (Διγ. Gr. 1302
      • β) (προκ. για άστρο) ανατέλλω:
        • (Διγ. Z 1843
        • (ιδιάζ. χρ.):
          • έδωκεν ο ήλιος το πρωί και ανέτειλεν το κάστρον (Λίβ. (Lamb.) N 625).
    • 2) (Προκ. για άνθη) «ανοίγω»:
      • άνθος ρόδων … οπηνίκα ταις κάλυξιν άρχεται ανατέλλειν (Διγ. Gr. 2367).
    • 3) Προέρχομαι από κ.:
      • εκ της φύσεως του Θεού ανατέλλουσι λόγος και πνεύμα (Iστ. πατρ. 859).
    • 4) Eμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, αναφαίνομαι:
      • ο Kύριος … ανάτειλεν από τη Σειρ αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXXIII 2).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) (Προκ. για το Θεό) κάνω να ανατείλει (ο ήλιος, η σελήνη):
      • (Iστ. Bλαχ. 1313), (Διγ. Z 60).
    • 2) Προβάλλω, αναφέρω, εκφέρω:
      • λόγο ν’ ανατείλω (Φορτουν. Iντ. β´ 98
      • ν’ ανατείλω άλλους λογαριασμούς (Φορτουν. Iντ. α´ 74).

[αρχ. ανατέλλω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτός 2 -ή -ό αντων. δεικτ. (βλ. Ε1) προφ. γεν. εν. και αυτουνού, αυτηνής, αυτουνού, γεν. πληθ. και αυτωνών, αιτ. πληθ. αρσ. και αυτουνούς : σε αντιδιαστολή προς τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, χρησιμοποιείται για να δείξει ο ομιλητής κπ. ή κτ. που είναι κοντά του χρονικά ή τοπικά (με ανάλογο βλέμμα ή κίνηση του χεριού), κτ. που αναφέρθηκε πριν από λίγο ή γενικά για να δείξει κτ. ανεξάρτητα από το σε ποια απόσταση από αυτόν βρίσκεται. 1. τοπικά: Nα, αυτό είναι το σπίτι μας. Δε μου αρέσει αυτό· προτιμώ εκείνο. ~ είναι ο καινούριος δάσκαλος. Aυτή είναι η αλήθεια. Aυτή η δουλειά δε σου ταιριάζει. || συχνά μαζί με το εδώ, δα, πια για να δηλωθεί ακριβέστερα ή εντονότερα η επιρρηματική του σημασία: Σ΄ αυτήν εδώ την αυλή παίζαμε με τις ώρες. ~ εδώ φταίει. Aυτό δα το σπιτάκι. (έκφρ.) αυτό (πια) να λέγεται*. αυτό μας έλειπε* (τώρα)! ~ / αυτό μας έλειπε*. 2. χρονικά: Πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι, το φετινό. Πάει κι αυτή η μέρα, η σημερινή. Aυτή η εποχή είναι πολύ δύσκολη, η τωρινή. 3. με ατονημένη τη δεικτική σημασία και με το αναφορικό που το οποίο εισάγει αναφορική πρόταση: Nα κάνεις αυτό που σου είπα. Aυτό που θέλω είναι η ηρεμία μου. || ΦΡ αυτά κι αυτά, οι απαράδεκτες, ανόητες πράξεις, απαράδεκτη συμπεριφορά: Aυτά κι αυτά με έκαναν να μη θέλω να τους δω. μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, με τα ίδια τα γνωστά και συνηθισμένα: M΄ αυτά και μ΄ αυτά, κύλησε η ώρα. μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα*. ~ κι αν είναι*. ~ είσαι*.

[αρχ. αὐτός `ο ίδιος΄ (δες αυτός 1) ως ενισχυτικό της δεικτ. και της προσ. αντων.: αρχ. οyτος αὐτός, ἐγώ αὐτός, στην ελνστ. εποχή σε δεικτ. χρήση, μσν. και καθαρά δεικτ. αντων.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτός, -ή -ό [aftós] gen m & n αυτού (αυτουνού & αυτεινού), f αυτής (& αυτεινής & αυτηνής), acc m αυτόν (αυτόνε & αυτόνα), f αυτήν (& αυτήνα), pl m αυτοί (& αυτεινοί), gen pl αυτών (αυτώνε & αυτωνών & αυτωνώνε & αυτεινών), acc m αυτούς
  • ① pers-pron he, she, it (syn δαύτος):
    • μεγαλύτερος, μικρότερος απ' αυτόν |
    • διαφωνεί, παίζει μ' αυτόν |
    • ήρθε ο Γ. με την αδερφή του· αυτή είναι άρρωστη, ~ είναι καλά |
    • ευτυχώς γι' αυτόν luckily for him |
    • αν δεν ήταν ~ .. if it weren't for him .. |
    • δεν το περίμενα απ' αυτόν I didn't expect it of him |
    • L phr η αυτού (αυτής) μεγαλειότητα (υψηλότητα, εξοχότητα etc) (abbr A.M., A.Y., A.E.) his (her) majesty (highness, excellency etc) |
    • και τι μ' αυτό; what of it, so what? |
    • νομίζει ότι ~ είναι κι άλλος δεν είναι (or ~ κι όχι άλλος or ~ κι άλλος κανένας) said of people who have an exaggerated opinion of themselves |
    • folkt αυτή φόρεσε αντρίκεια φορέματα και ξεκίνησε (Megas) |
    • παραχώρησε τα προνόμια των Mετσοβιτών, όταν αυτοί διευκόλυναν το πέρασμα των στρατευμάτων του (Vacalop) |
    • το παιδί μαθαίνει να προσαρμόζεται στη ζωή και ειδικότερα στην κοινωνική μορφή αυτής (Tsiantas) |
    • αν θέλω, του τα τρώω εγώ αυτεινού τα πέντε χιλιάρικα (Glezos) |
    • δεν μας χώριζε τίποτ' άλλο παρά μια στολή, αυτουνού πρασινωπή, χακιά η δική μου (Terzakis)
  • ⓐ used contrastively or emphat (he) himself, (she) herself, (it) itself (syn ατός του 1b, ο ίδιος):
    • δεν τον υποχρέωσε κανείς, ~ θέλησε να πάει στον πόλεμο |
    • ~ ο ίδιος μου το είπε |
    • θα βρω αυτήν την ίδια |
    • προσπάθησε να λύσει ~ τον κόμπο |
    • δεν ζητεί επιτέλους κανείς, ούτε ~ ακόμη ο θεός, από τον άνθρωπο τα αδύνατα (Papanoutsos) |
    • ούτ' ~ ο Παπαδιαμάντης ο θεοφοβούμενος δεν έχει τόσο συχνά και τόσο κοντά του το θεό (Charis) |
    • folks. σε καϊτερεί η μανούλα σου κι αυτή η αδερφή σου, | σε καϊτερεί η αγάπη σου, τώρα και τόσα χρόνια (DPetrop) |
    • κι έστειλα τον πετρίτη μου, να πάει να κυνηγήσει· | ούτε κυνήγι μου 'φερε ούτε κι ~ του ήρτε (id.)
  • ② this, that (syn τούτος, ant εκείνος):
    • αυτή η εποχή |
    • ο άρχοντας ~ |
    • το όμορφο αυτό κορίτσι |
    • ~ εδώ ο τοίχος |
    • αυτό εκείνο το παιδί |
    • L εκτός αυτού (or εκτός απ' αυτό) besides (this) |
    • αυτό είναι that's it |
    • αυτό είναι όλο that's all |
    • αυτό ήτανε that was it, it's over |
    • αυτή τη στιγμή at this (very) moment |
    • αυτές τις μέρες nowadays; one of these days |
    • σ' αυτό διαφωνούμε on this (point) we disagree |
    • αυτή τη φορά δε τη γλυτώνει this time he won't escape |
    • phr αυτά έχει ο άνθρωπος (κόσμος etc) that's the way man (the world etc) is |
    • δεν περνάνε αυτά σε μένα I don't stand for (or I don't put up w.) these things (syn phr δεν τα σηκώνω εγώ αυτά) |
    • τ' είν' αυτά που λες; what is it that you're saying, what are you talking about? |
    • αυτό να λέγεται (or αυτό ν' ακούγεται) quite so, by all means, certainly, hear hear |
    • αυτά που λες (or αυτά λοιπόν) concluding phr said at the end of a detailed narration |
    • ~ (αυτή, αυτό) μας έλειπε only this was missing, that's all I (etc) needed [said ironically when someone (or sth) unwelcome or troublesome is added to one's troubles] |
    • είχε .. ένα μερίδιο στην ιστορία αυτουνού του τόπου (Myriv) |
    • υπάρχουν βιβλία γραμμένα για τους αμύητους και βιβλία γραμμένα για τους μυημένους· έχουν κι εκείνα κι αυτά την τεχνική τους (Dimaras) |
    • η ιστορία του μουσείου Kαβάλας μαζί με αυτήν της αρχαιολογικής της υπηρεσίας αρχίζει το 1934 (DLazaridis) |
    • rembetiko song ποιος σ' αγκαλιάζει αυτή την ώρα; (IPetrop) |
    • poem ό,τι είπα αυτά τα λόγια, | μου εφανήκανε ομπρός | άλλες κόρες στολισμένες (Solom)
  • ⓑ used contrastively or emphat this (one):
    • ~ είναι φίλος (γιατρός etc)! now there's a friend (doctor etc)! |
    • αυτό είναι κρασί! this is what I call wine! |
    • αυτές είναι γυναίκες! γερά ζα και δουλευτάδικα (Venezis) |
    • αριστερότερα μια άλλη διλοχία, υπό τον ταγματάρχη K. αυτή, θα είχε στόχους τα υψώματα Γάβρος, Tσούκα κλ (Terzakis) |
    • δεν είναι να τους πεις τίποτα αυτουνούς· καθήσανε πάνω στα λεφτά τους και τα μετράνε (Petsalis)
  • ⓒ used disparagingly this:
    • ~ ο Π. σε πολλές φασαρίες μας βάζει |
    • αυτή η μάνα του πολύ με αντιπαθεί |
    • κι αυτοί οι γονείς γιατί δεν το συμμαζεύουν το παιδί τους;
  • ⓓ phr ~ κι ~ such and such, one and another, this and that [said in order to avoid enumeration, specification, or repetition (of known or previously mentioned things)]:
    • ~ κι ~ ήρθανε |
    • αυτό κι αυτό μου είπε (syn phr το και το) |
    • μετά τον καβγά πήγε και τον βρήκε· "αυτό κι αυτό συνέβη" της είπε |
    • έχει αυτές κι αυτές τις δυνατότητες μόνο κι όχι άλλες (Lambridi)
  • ③ w. relative που the one (that), what:
    • δε βρίσκω αυτό που γυρεύω |
    • αυτά που λες δεν τα πιστεύω |
    • phr αυτό που σου λέω (εγώ) listen to what I'm telling you, I'm warning you |
    • θα μας έρθει νέα καρυδιά στον τόπο αυτηνής που έφυγε (Venezis) |
    • με τον χαρακτηρισμό 'λευκός άνθρωπος' εννοεί τον άνθρωπο της λευκής φυλής, αυτηνής που ανήκουμε κι εμείς (Papatsonis) |
    • τα όπλα αυτών που έχουν κάποια περιουσία είναι ένα τόξο, μια ασπίδα κλ (Vacalop)
  • ④ w. art. ο ~ (η αυτή, το αυτό) what's his name (her name, its name) [used when the speaker fails to remember or avoids using a name] (syn απαυτός 1):
    • δεν ήρθε ακόμα ο ~; |
    • δώσε μου το αυτό να βιδώσω τη βίδα
  • ⑤ in voc αυτή hey you!:
    • πού είσαι, αυτέ, φέρε μου μια σαλάτα
  • ⑥ w. art. (L) the same (syn ο ίδιος):
    • gym το αυτό repeat (the last exercise)! |
    • από μια .. και την αυτή φιλολογικήν εποχή δε θα περισωθούν όλα τ' άτομα που την αποτέλεσαν (Gryparis) |
    • όλα τα υλικά όντα ακολουθούν ένα και τον αυτό νόμο (Tatakis) |
    • γι' αυτούς οι άνθρωποι και τα γελάδια είν' ένα και το αυτό (Tachtsis) |
    • η έκταση και των δύο μελωδιών είναι η αυτή (IPetrop)

[fr postmed, MG αυτός ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
γεμώ.
  • Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
    • γεμοί (ενν. ο φοίνιξ) τας πτέρυγας αυτού αρωμάτων (Φυσιολ. (Zur.) XIII 15).
  • Β´ (Αμτβ.) γεμίζω:
    • με τα αίματ’ αυτωνών τα βούρκα εγεμούσαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 304).

[μτγν. γεμόω. Βλ. και γεμώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
γενεά η· γενέ· γενέα· γενία· γενιά· γινεά.
  • 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
    • εντροπίασα … όλην μου την γενέαν (Διγ. Esc. 158).
  • 2) (Προκ. για ζώα) το είδος, η ράτσα:
    • όρνεα πολλά πολλών γενεών (Διγ. Άνδρ. 3751).
  • 3) Φυλή, έθνος:
    • Σαρακηνός την γενεάν (Φλώρ. 29).
  • 4) Σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο:
    • απατά γενιά δέκατη να μη έρτει αυτωνών εις τη συναγωγή του Κύριου (Πεντ. Δευτ. XXIII 4).
  • 5) Συγγένεια:
    • με το να ήτον γενεά …, δεν έπεσε με ταύτην (Συναδ. φ. 50v).

[αρχ. ουσ. γενεά. Οι τ. έα και ία και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ιά και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοσμός ο.
  • Ως σύστ. αντικ.
    • 1) Βοήθεια, χάρισμα:
      • δοσμό να δώσεις αυτουνού (ενν. του αδερφού σου του πενητού) (Πεντ. Δευτ. ΧV 10).
    • 2) Δικαίωμα, μερίδιο:
      • δοσμό να δώσεις αυτωνών διακράτηξης κλερονομιά (αυτ. Αρ. ΧΧVΙΙ 7).

[<αόρ. του δίνω + κατάλ. μός]

[Λεξικό Κριαρά]
κλητούριν το· κλητούριο.
  • Κάλεσμα σε γεύμα· συμπόσιο:
    • έκαμεν αυτωνών κλητούριο και έφαγαν και ήπιαν (Πεντ. Γέν. XXVI 30).

[<ουσ. κλητόριον (10. αι.). Τ. κλητούρι και κλητόρ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λογαριάζω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Υπολογίζω:
        • λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220
      • β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
        • σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31
      • γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
        • Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
        • Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221
      • β) λαμβάνω υπόψη:
        • δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
    • 3) Νομίζω, θεωρώ:
      • λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225
      • ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
    • 4) Σκοπεύω:
      • κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
    • 5) Προσδοκώ, περιμένω:
      • (Ροδολ. Έ 349
      • είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
    • 6)
      • α) Διηγούμαι, περιγράφω:
        • θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347]
      • β) αναφέρω, κατονομάζω:
        • (Θησ. Β́ [114]).
    • 7) Προορίζω:
      • ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Υπολογίζω:
      • (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
        • μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259
      • β) σχεδιάζω:
        • ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
    • 3)
      • α) Διηγούμαι, εκθέτω:
        • (Ευγέν. 882
      • β) μιλώ, λέγω:
        • αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370
      • γ) συνομιλώ, συζητώ:
        • επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
    • 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
      • αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).

[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μοιράζω· ημοιράζω· μεράζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Μοιράζω, διανέμω:
        • ο βασιλεύ … το ψωμί … εμέραζε εισέ όλην την χώραν (Χρον. σουλτ. 8529
      • β) (προκ. για τον προκαθορισμό των μελλόντων από τη Μοίρα):
        • τα πράγματα της γης εσύ (ενν. Μοίρα) που τα μοιράζεις (Φαλιέρ., Ιστ. 132
      • γ) προσφέρω, χαρίζω:
        • Περί μοναχών οπού έχουν πράγματα πρακτικά και μοιράζουν (Βακτ. αρχιερ. 166
      • δ) (σε ιδιάζ. χρ.):
        • από τες χείρες σου κι εγώ ας είμαι μερασμένη (Φαλιέρ., Θρ. 168).
    • 2)
      • α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
        • (Ερωτόκρ. Δ́ 1204
        • εκείνοι οπού είχασι τα εμοίραζαν μετ' εκείνους οπού δεν είχασι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 76
      • β) συμμερίζομαι:
        • εις δε τας λύπας … τρέχε και … μοίραζε το πάθος (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 432).
    • 3)
      • α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
        • (Άνθ. χαρ. 28912
        • εμέρασε ο Ταμερλάνος το φουσσάτο του εισέ δύο (Χρον. σουλτ. 3913
      • β) (μεταφ.):
        • Οι ουρανοί μας έδωκαν … μοιρασμένην όλην ετούτην την ζωήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [173]
      • γ) (μαθημ.):
        • δέκα φορές εκατόν πενήντα κάμνουν ͵αφ· και μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211
      • δ) κατατάσσω, ταξινομώ:
        • Τον στρατόν … εις τάγματα μοιράσε (Κορων., Μπούας 55
      • ε) ξεχωρίζω· αποχωρίζω:
        • το μισό παιδιών του Ισραέλ ος εμέρασεν ο Μωσέ από τους αθρώπους τους στρατιώτες (Πεντ. Αρ. XXXI 42· Γέν. XLIX 7).
    • 4)
      • α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
        • τον έναν έδωσε σπαθεάν … και μέσα τον εμοίρασεν απάνω έως κάτω (Αχιλλ. L 432
      • β) (προκ. για θηρία) διαμελίζω, κομματιάζω:
        • όρνιθες και κύνες … σε μοιράσουν (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [324]· Διγ. O 930).
    • 5) Διασκορπίζω· (εδώ μεταφ.):
      • (Λίβ. Esc. 1953
      • τον μεγάλον κίνδυνον πώς είχετε μοιράσει; (Ιστ. Βλαχ. 1224).
    • 6)
      • α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
        • εγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν … κι εις όλους την εμοίρασαν (Ιστ. Βλαχ. 420
      • β) μεταβιβάζω την κυριότητα (με γραπτό κείμενο), αφήνω σε κάπ.· κληροδοτώ:
        • πάντα όσα εμοίρασεν εις αυτήν την διαθήκην (Ασσίζ. 3963
      • γ) (μεταφ.):
        • είδωλα ος δεν τα ήξεραν και δεν εμέρασαν αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXIX 25).
    • 7) (Προκ. για την έκβαση ενός αγώνα) πιθανολογώ, αποδίδω τη νίκη στον ένα ή τον άλλο:
      • εις μάχην ήστεκαν και εμοίραζαν την νίκην (Λίβ. N 2050).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
      • οι θειούδες του ρηγός … εμοιράστησαν το νησσίν του (Μαχ. 45034).
    • 2)
      • α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
        • Οι Φράγκοι μοιραστήκασι κι επηαίνασι χωσμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2577
      • β) (με ενεργ. σημασ.):
        • εμοιράστην απάνου τους νύχτα, αυτός και οι σκλάβοι του, και έδερέ τους (Πεντ. Γέν. XIV 15
      • γ) (μεταφ.) διχάζομαι:
        • 'ς δυο εμοιράστηκα κι άφηκα στην κερά μου … το νου και την καρδιά μου και το κορμί στη δούλεψη του βασιλιού μου επήρα (Ερωφ. Ά 251).
    • 3) (Προκ. για διαμελισμό, κομμάτιασμα):
      • τα λιοντάρια … αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα (ενν. το κορμί) (Ερωφ. Έ 198· Έ 664).
    • 4) Συγχέομαι, μπερδεύομαι· διαφοροποιούμαι:
      • ουκάποτε εμοιράσθησαν οι γλώσσες όλες (Διήγ. Αλ. G 264).
  • Φρ.
  • 1) Μοιράζω τον λόγον, βλ. λόγος Φρ. 19.
  • 2) Μοιράζομαι κατά νουν = η σκέψη μου πλανιέται σε πολλά, το μυαλό μου διασπάται σε πολλά:
    • (Λίβ. Esc. 3510).

[<μτγν. μοιράω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσχάριον το· μοσκάρι· μοσχάρι· μοσχάριν· μουσκάρι· μουσχάρι· μουσχάρι(ο)ν.
  • 1)
    • α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
      • πρόβατα και μοσχάρια (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v
    • β) προκ. για το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ. Έξ. 32, 4-9):
      • έκαμαν αυτωνών μοσκάρι χυτό … και εθύσιασαν αυτουνού (Πεντ. Έξ. XXXII 8).
  • 2) (Συνεκδ.) μικρό ζώου:
    • μοσχάριον ελάφης (Κλήμ., Ενθυμ. 101).

[μτγν. ουσ. μοσχάριον. Οι τ. ‑ι (Meursius, ‑η), μοσκάρι και μουσκάρι (Βλάχ.) και σήμ. Τ. μουσκάριν σήμ. κυπρ. και ποντ. Ο τ. μου‑ στο Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες