Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοχειροτονούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοχειροτονούμαι [aftoxirotonúme] Ρ10.9β : χειροτονώ τον εαυτό μου: Aυτοχειροτονήθηκε επίσκοπος. || (επέκτ.) αποδίδω αυθαίρετα στον εαυτό μου ένα ρόλο, τίτλο ή αξίωμα: Aυτοχειροτονήθηκε δάσκαλος της ηθικής.

[λόγ. αυτοχειροτόν(ητος) -ούμαι (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοχειροτονούμαι [afto irotonúme] aor αυτοχειροτονήθηκα, (L)
  • ordain or appoint o.s. (near-syn αυτοανακηρύσσομαι, αυτοδιορίζομαι):
    • τα διάφορα συστήματα της φιλοσοφίας της ιστορίας βασίζονται σε υποθέσεις, που αυτοχειροτονούνται νόμοι (Evelpidis) |
    • η δικτατορία .. αυτοχειροτονήθηκε σε πολιτική ηγεσία της χώρας (Theodorakop) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1889, 1892]) αυτοχειροτονούμαι, cpd w. χειροτονούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες