Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοχειριασμός [afto iriazmós] ο, (L)
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):
- τελευταία οι αυτοχειριασμοί έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις |
- fig ~ της δημοκρατίας [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1886]) αυτοχειριασμός, der of αυτοχειριάζομαι]
- self-destruction, suicide (syn αυτοκτονία):



