Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτραυματισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοτραυματισμός ο [aftotravmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοτραυματίζομαι.

[λόγ. αυτο- + τραυματισμός μτφρδ. γερμ. Selbstverstümmelung]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτραυματισμός [aftotravmatizmós] ο, (L)
  • act or result of wounding o.s. (on purpose), self-inflicted wound:
    • επιπόλαιος ~ |
    • ο ~ του Pήγα .. έμεινε .. αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας (Vranousis)

[fr kath (neol) αυτοτραυματισμός, cpd w. τραυματισμός 'wounding' (Rufus med, 2nd c. AD, in Souda, s.v. 'Pούφος; Cyrill Alex., 5th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες