Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτραυματίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτραυματίας [aftotravmatías] ο, (L)
  • person who wounded himself (on purpose):
    • τον υποψιάζουνται για αυτοτραυματία, επειδή είναι πολύ μαυρισμένη η πληγή στο χέρι του, κεντημένη με το μπαρούτι (LAkritas)

[fr kath (Koumanoudis: 1891) αυτοτραυματίας, cpd w. kath τραυματίας ← K (LXX), AG; cf Hesych. and Theophanes (chron. 294) (tm) τραυματία 'injury']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες