Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτομία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτομία [aftotomía] η, (L) biol
  • voluntary or instinctive separation of a limb fr the body, autonomy (near-syn αυτοακρωτηριασμός):
    • ο κάβουρας θέλει να κόψει το πιασμένο ποδάρι του .. και κάνει συστολή των μυών κι έτσι το ποδάρι κόβεται· είναι αυτό που λένε ~ (Segditsas)

[fr kath (neol) αυτοτομία, cpd w. combin form -τομία; cf ByzG τομία, ανατομία, αρτηριο-, ριζο-, φλεβοτομία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες