Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτιμωρία [aftotimoría] η, (L)
- self-punishment:
- υποσυνείδητη τάση για ~ |
- κάθε μέρα το πρωί γύριζα πάλι στο υπόστεγο, σα να 'τανε μια εξιλέωση το πέρασμά μου αποκεί, μια ~ (KPolitis) |
- είναι ~, που πηγάζει από την έμφυτη απαισιοδοξία για τη ζωή (Chourmouzios) |
- poem ήρθα να βρω μιαν ~ | σκληρή για την παλιά μου αλαζονεία (Skipis)
[fr kath (neol) αυτοτιμωρία, cpd w. τιμωρία]
- self-punishment:



