Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτιμωρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτιμωρία [aftotimoría] η, (L)
  • self-punishment:
    • υποσυνείδητη τάση για ~ |
    • κάθε μέρα το πρωί γύριζα πάλι στο υπόστεγο, σα να 'τανε μια εξιλέωση το πέρασμά μου αποκεί, μια ~ (KPolitis) |
    • είναι ~, που πηγάζει από την έμφυτη απαισιοδοξία για τη ζωή (Chourmouzios) |
    • poem ήρθα να βρω μιαν ~ | σκληρή για την παλιά μου αλαζονεία (Skipis)

[fr kath (neol) αυτοτιμωρία, cpd w. τιμωρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες