Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοτελώς [aftotelós] adv (L)
- ① without dependence on anything else, on one's own, independently (syn ανεξάρτητα 1, αυτόνομα 2):
- η οικονομία της χώρας δε λειτουργεί ~ |
- ο αποφαινόμενος έκρινε ~, δεν δέχτηκε τη λύση που έδωσε άλλος στο πρόβλημα (Papanoutsos) |
- πρόκειται για περιοδικές παροχές, που οφείλουνται ~ και δεν εξαρτιένται από κεφάλαιο (Christidis AK) |
- η αναγραφή αυτή των υπερχίλιων τίτλων .. αποτελεί και ~ μια σπουδαία πηγή και ενημερωτικό ευρετήριο (Foris) |
- προσπαθήσαμε .. να δώσουμε στη μετάφραση μια δική της έκφραση, που να της επιτρέπει να διαβάζεται και ~ (Stasinop)
- ② in self-contained editions, separately, individually:
- τα σύντομα εν γένει κείμενα .. ή είναι συμπιεσμένα μέσα σε τόμους περιοδικών .. ή είναι ~ εκδομένα (Theodorakop) [fr kath αυτοτελώς ← PatrG (Clemens
[died] before 215 AD; Eusebius Caesar., 339 AD), K (Epicur.; also pap), AG, der of αυτοτελής]
- ① without dependence on anything else, on one's own, independently (syn ανεξάρτητα 1, αυτόνομα 2):



