Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοτελειοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτελειοποίηση [aftoteliopíisi] η, (L)
  • act or process of bringing o.s. to perfection, self-perfectionment (syn αυτοτελείωση):
    • υπάρχει μια ορισμένη επιστημονική τεχνική για την αυτοτελειοποίησή μας (Panagiotop)

[cpd w. kath τελειοποίησις (Koumanoudis: A. Korais, 1821 etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες