Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοταπείνωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοταπείνωση [aftotapínosi] η, (L)
  • self-humiliation, self-abasement:
    • άδειασε η ψυχή μου από τη σιχαμάρα, .. την ~, .. που με τυραγνούσε χρόνια και χρόνια (Panagiotop) |
    • χρειάζεται πολλή τέχνη, .. ώστε μια τέτοια εκμηδένιση να μην προκαλέσει τον αυτοεξευτελισμό, την ~ (id.)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοταπείνωσις, cpd w. ταπείνωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες