Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοταπείνωση [aftotapínosi] η, (L)
- self-humiliation, self-abasement:
- άδειασε η ψυχή μου από τη σιχαμάρα, .. την ~, .. που με τυραγνούσε χρόνια και χρόνια (Panagiotop) |
- χρειάζεται πολλή τέχνη, .. ώστε μια τέτοια εκμηδένιση να μην προκαλέσει τον αυτοεξευτελισμό, την ~ (id.)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοταπείνωσις, cpd w. ταπείνωσις]
- self-humiliation, self-abasement:



