Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσχεδίασμα [aftos e∂íazma] το, (L)
- extemporaneous composition, improvisation, impromptu:
- μουσικό ~ |
- φιλοτιμείται να δείξει πως ξέρει να δουλεύει όχι με το ~, μα με τη μελέτη (Palam) |
- χιλιάδες .. αυτοσχεδιάσματα μας δίνει ο κινηματογράφος και όμως μας γοητεύει (Athanasiadis-N) |
- δεν είναι σε θέση να ξέρουν θετικά πράγματα και καταφεύγουν σε αυτοσχεδιάσματα, εικασίες κλ (Vranousis)
[fr kath αυτοσχεδίασμα ← AG (Plato com., Aristotle), der of αυτοσχεδιάζω]
- extemporaneous composition, improvisation, impromptu:



