Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυντηρούμαι [aftosindirúme] Ρ10.9β : συντηρούμαι με δικούς μου οικονομικούς πόρους, χωρίς τη βοήθεια άλλων.
[λόγ. αυτοσυντήρ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: συντήρησις - συντηρούμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυντηρούμαι [aftosindirúme] αυτοσυντηρείται, aor subj αυτοσυντηρηθώ, (L)
- ① preserve o.s. or one's existence:
- ο λαός .. συσπειρωμένος γύρω από την εκκλησία και την κοινότητα προσπαθεί ν' αυτοσυντηρηθεί, να επιζήσει (Vacalop)
- ② provide for or maintain o.s., support o.s.:
- προσπάθησε να αυτοσυντηρηθεί με ό,τι εύρισκε γύρω του, καρπούς από άγρια δέντρα, ρίζες κλ (Zappas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοσυντηρούμαι (1882 etc), cpd w. συντηρούμαι]
- ① preserve o.s. or one's existence:



