Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυντηρησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσυντηρησία [aftosindirisía] η, (L) = αυτοσυντήρηση 1
:
  • ένστικτο αυτοσυντηρησίας |
  • law το δικαίωμα της αυτοσυντηρησίας
  • the right to take all necessary measures in order to preserve one's life or existence:
    • ποτέ δεν έκαναν πολεμικές προσπάθειες περισσότερες παρ' όσο χρειάζονταν για την ~ της φυλής (IDragoumis) |
    • το θηρίο μάχεται για την ~ του (Panagiotop) |
    • το συναίσθημα .. της αυτοσυντηρησίας θέλει .. οι γνώσεις μου να είναι σταθερές, μόνιμες, τελειωτικές (Theodoridis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1888 etc]) αυτοσυντηρησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες