Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυνειδητοποιώ [aftosini∂itopiό] αυτοσυνειδητοποιεί, aor subj αυτοσυνειδητοποιήσω, mi αυτοσυνειδητοποιούμαι, aor subj αυτοσυνειδητοποιηθώ, (L)
- ① introduce into one's own conscious awareness:
- ό,τι ενδιαφέρει .. τον ευρωπαϊκό άνθρωπο είναι να συλλάβει το νόημα της ιστορίας του, να το αυτοσυνειδητοποιήσει μέσα του (Theodorakop)
- ② mi αυτοσυνειδητοποιούμαι become consciously aware of o.s.:
- είναι ανάγκη ν' αυτοσυνειδητοποιηθεί πλήρως το λογικό, ν' αυτοσυλληφθεί στην καθαρότητά του (Platis)
[cpd w. συνειδητοποιώ]
- ① introduce into one's own conscious awareness:



