Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυγκέντρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσυγκέντρωση η [aftosingéndrosi] Ο33 : η συγκέντρωση, η προσήλωση της σκέψης και των πνευματικών δυνάμεων κάποιου στον εσωτερικό του κόσμο.

[λόγ. αυτο- + συγκέντρω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσυγκέντρωση [aftosiŋɟéndrosi] η, gen αυτοσυγκέντρωσης & αυτοσυγκεντρώσεως, (L)
  • concentration (of one's mental faculties) in o.s.:
    • η εμπαθής προσκόλληση .. σ' ένα σκοπό διευκολύνει την ~ και αποτρέπει τη διάσπαση (Panagiotop) |
    • χάρη στη μεγάλη τους άσκηση κατόρθωναν να φτάσουν σε μια τέλεια ~ (Theotokas) |
    • η συγγραφή προϋποθέτει στοχασμό κι αυτός πάλι προϋποθέτει ~ (Stasinop) |
    • το μοτοκρός είναι πολύ σκληρό άθλημα και απαιτεί .. δύναμη αυτοσυγκεντρώσεως και μεγάλη αντοχή (Chatzinikou)

[fr kath (neol) αυτοσυγκέντρωσις, cpd w. kath συγκέντρωσις (cf astr συγκέντρωσις 'a simultaneous relation of centers' Ptol.); cf αντισυγκέντρωσις, απο-, μικροσυγκέντρωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες