Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοστιγμεί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοστιγμεί [aftostiγmí] επίρρ. : κατά την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή· αμέσως, στη στιγμή.

[λόγ. αυτο- + στιγμ(ή) -εί κατά το αυθωρεί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοστιγμεί [aftostiγmí] adv (& αυτοστιγμής, sp. also αυτοστιγμείς) (L)
  • at the same moment, right away, at once, immediately, instantly (syn αμέσως 2, αυθωρεί, παραχρήμα, παρευθύς):
    • σας διατάζω να διαλυθείτε αμέσως! ~! (Karagatsis) |
    • η πρώτη του αντίδραση .. ήτανε να περάσει ~ τον A. από στρατοδικείο (Theotokas) |
    • ξαφνιασμένος από την απροσδόκητη επίθεση, ο πρωθυπουργός δεν κατάλαβε αυτοστιγμείς την έκτασή της (Christidis EΣ) |
    • σε κάνει ν' αρπάζεις τ' οπλοπολυβόλο και να θες να καθαρίσεις ~ μια διμοιρία φασίστες (Tsirkas) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1883, 1885, 1894]) αυτοστιγμεί, cpd w. στιγμή & suff -εί; cf αυθωρεί, αυτολεξεί, πανδημεί, παμψηφεί etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες