Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσεβασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσεβασμός ο [aftosevazmós] Ο17 : το συναίσθημα σεβασμού και εκτίμησης προς τον εαυτό μας, που μας αποτρέπει από πράξεις και εκδηλώσεις που μειώνουν την ηθική αξία, την αξιοπρέπειά μας: Έλλειψη αυτοσεβασμού.

[λόγ. αυτο- + σεβασμός μτφρδ. αγγλ. self-respect]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσεβασμός [aftosevazmós] ο, (L)
  • self-respect, self-esteem (syn αυτοεκτίμηση):
    • πρέπει να κρατήσω τον όρκο μου· είναι ζήτημα αυτοσεβασμού (Theotokas) |
    • νοιώθουμε την ανάγκη μιας ευπρέπειας, που να στηρίζει τον αυτοσεβασμό μας (Terzakis) |
    • ο άτυχος ερωτευμένος, που έχει αυτοσεβασμό, κλείνεται στον εαυτό του· και δεν ενοχλεί .. ένα τίμιο κορίτσι (Karagatsis) |
    • ποια νίκη είναι επιτευκτή δίχως ελευθερία κι αυτοσεβασμό; (Kolyva)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοσεβασμός, cpd w. σεβασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες