Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτορύθμιση [aftoríθmisi] η, (L)
- self-adjustment, self-regulation:
- ~ της μηχανής
[fr kath (neol) αυτορρύθμισις, cpd w. ρύθμισις 'shaping, ordering' (Eustratius philos., 11th-12th c.)]
- self-adjustment, self-regulation:



