Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοπυρπόληση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπυρπόληση η [aftopirpólisi] Ο33 : η ενέργεια του αυτοπυρπολούμαι: ~ ψυχοπαθούς. ~ σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

[λόγ. αυτο- + πυρπόλη(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstverbrennung]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπυρπόληση [aftopirpόlisi] η, (L)
  • act of setting o.s. on fire:
    • η ~ του μοναχού έγινε σε πάρκο του Λονδίνου [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1894]) αυτοπυρπόλησις, cpd w. kath πυρπόλησις ← Josephus (1st c. AD) πυρπόλησις; cf ByzG καταπυρπόλησις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go