Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπροώθηση [aftoproόθisi] η, (L)
- act of pushing or promoting o.s., self-advancement (near-syn αυτοανάδειξη):
- υπάρχει σχέση μεταξύ ευφυΐας, τόλμης για ~ και συγκεκριμένης επιτυχίας
[fr kath αυτοπροώθησις, this cpd w. προώθησις]
- act of pushing or promoting o.s., self-advancement (near-syn αυτοανάδειξη):



