Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπροωθούμενος, -η, -ο [aftoprooθúmenos] (L)
- self-propelled, automotive (syn αυτοκίνητος):
- ~ αποξεστήρας, ισοπεδωτής
[fr kath αυτοπροωθούμενος, cpd w. προωθούμενος]
- self-propelled, automotive (syn αυτοκίνητος):



