Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπροστασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπροστασία η [aftoprostasía] Ο25 : το να προστατεύει κάποιος τον εαυτό του μόνος του, με δικά του μέσα και πράξεις.

[λόγ. αυτο- + προστασία μτφρδ. αγγλ. self-protection]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπροστασία [aftoprostasía] η, (L)
  • self-protection (near-syn αυτοάμυνα):
    • κοινωνική ~ |
    • δικλείδες ασφαλείας και αυτοπροστασίας |
    • μέσα αυτοπροστασίας της δημοκρατίας |
    • παίρνει μέτρα αυτοπροστασίας |
    • ο υπουργός επανήλθε στο θέμα της αυτοπροστασίας των καταστημάτων |
    • τ' αβγά των γλάρων έχουν .. μαυριδερές και καφετιές βούλες, λες σωστό καμουφλάρισμα, που πρόβλεψε η φύση για την ~ της (Zappas) |
    • η απόκρυψη του προσώπου χρησιμεύει για καθαρή άμυνα και ~ (Maronitis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1894]) αυτοπροστασία, cpd w. προστασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες