Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπροαιρέτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αυτοπροαιρέτως, επίρρ.
  • Mε τη (δική μου) προαίρεση, εκούσια:
    • κοινῄ γαρ γνώμῃ πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν (Δούκ. 35113).

[<επίθ. αυτοπροαίρετος. H λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες