Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπραγματώνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπραγματώνομαι [aftopraγmatόnome] aor subj αυτοπραγματωθώ, (L) = αυτοπραγματοποιούμαι
:
  • το συνειδέναι .. είναι ενέργεια, η οποία αυτοπραγματώνεται, είναι αυτοσυνείδητο γίγνεσθαι (Theodorakop) |
  • να βοηθήσομε το άτομο για ν' αυτοπραγματωθεί (Papanoutsos)

[cpd w. πραγματώνω, pass πραγματώνομαι ← kath (Koumanoudis: 1880) πραγματώ (-όω), whence ModG πραγματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες