Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπεριορισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπεριορισμός ο [aftoperiorizmós] Ο17 : ο περιορισμός που βάζει κάποιος στον εαυτό του, σε μια δική του δραστηριότητα: Ο ~ των εισαγωγών.

[λόγ. αυτο- + περιορισμός μτφρδ. αγγλ. self-limitation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπεριορισμός [aftoperiorizmós] ο, (L)
  • self-imposed confinement, restriction or limitation, self-confinement, self-restriction (near-syn αυτοδέσμευση):
    • οι εισαγωγείς θα συνεχίσουν τον αυτοπεριορισμό τους στην πραγματοποίηση εισαγωγών |
    • η τακτική του αυτοπεριορισμού στην κατανάλωση καυσίμων δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί |
    • ο ~ στα εγκόσμια προβλήματα της ζωής .. χαρακτηρίζει τους μεγαλύτερους στοχαστές αυτής της μακρινής χώρας (Papanoutsos) |
    • ο ~ θα εξασφαλίσει τα συμφέροντα του καθενός χωριστά, όπως και του συνόλου (id.) |
    • το νόημα της τέχνης ήταν ο ~ της ελευθερίας, που έθετε ο Σολωμός στο πνεύμα του (Michelis) |
    • εκφράζεται με ισορροπία και με μέτρο, με αυτοέλεγχο και αυτοπεριορισμό (Sachinis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1896]) αυτοπεριορισμός, cpd w. περιορισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες