Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπειθαρχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπειθαρχία η [aftopiθarxía] Ο25 : η πειθαρχία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του, με τη δική του θέληση και όχι από κάποια εξωτερική ανάγκη ή πίεση.

[λόγ. αυτο- + πειθαρχία μτφρδ. αγγλ. self-discipline ή γαλλ. autodiscipline (auto- = αυτο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπειθαρχία [aftopiθar ía] η, (L) = αυτοπειθάρχηση
:
  • έχει μεγάλη ~ |
  • στην ~ βρίσκεται όλη η δύναμη του συνετού (Papanoutsos) |
  • υπερνικά το ένστικτο και αποκτά ~ (Thrylos) |
  • υποβάλλει τον εαυτό του σε μια αυστηρή ~ (Theotokas) |
  • συνδυάζει .. το ελεύθερο πνεύμα με την ~, με τον εσωτερικό έλεγχο (Kanellop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοπειθαρχία, cpd w. AG (Aeschyl. +) πειθαρχία; cf also cpd ἀπειθαρχία (Antipho soph., Dio Cass.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες