Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπαρηγορία [aftopariγoría] η, (L) (& D αυτοπαρηγοριά)
- :
- βρίσκει σε τούτο τον χαραχτηρισμό ένα ιδεολογικό αποκούμπι και αναζητεί κάποιαν ~ (Chourmouzios) |
- η διακήρυξη ότι καμιά μεταφυσική ή ηθική ιδέα δεν είναι ανώτερη από την ποιητική δημιουργία αποτελεί μιαν απόπειρα αυτοπαρηγορίας (Prevelakis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοπαρηγορία, cpd w. παρηγορία]



