Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτονόμηση η [aftonómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτονομούμαι, η προσπάθεια και η διαδικασία για απόκτηση αυτονομίας: H ~ των εργατικών συνδικάτων προσκρούει στον ηγεμονισμό των κομμάτων.
[λόγ. αυτονομη- (αυτονομούμαι) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτονόμηση [aftonόmisi] η, (L)
- ① polit making autonomous or independent, granting or recognition of autonomy or sovereignty:
- ~ μιας χώρας |
- ~ της εκκλησίας |
- ~ της περιοχής, του νησιού |
- υπόγραψε με τους Bουλγάρους το σύμφωνο για την ~ της Mακεδονίας (ChZalokostas)
- ② fig recognizing as or making self-existing or independent:
- εκήρυξε την ~ της μορφής του Iωσήφ και .. αφιέρωσε μια μονή κι ένα ναΐσκο στ' όνομα του Iωσήφ (Kanellop) |
- το μεγαλύτερο πνευματικό κατόρθωμα του Έλληνος φιλοσόφου .. έγκειται στην ~ της ηθικής, στην αναγωγή του αγαθού σε απόλυτη αξία (id.) [fr kath (neol |
- Th. Afendoulis
[1861]) αυτονόμησις, der of αυτονομώ w. suff -σις]
- ① polit making autonomous or independent, granting or recognition of autonomy or sovereignty: