Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτονόητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτονόητος -η -ο [aftonóitos] Ε5 : που για να τον αντιληφθεί ή να τον κατανοήσει κάποιος δεν απαιτείται καμιά προσπάθεια ή επεξήγηση· ευνόητος, ολοφάνερος, σαφής: Είναι αυτονόητο ότι κοιτάζει το συμφέρον του. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να μας πείσεις για πράγματα αυτονόητα.

[λόγ. αυτο- + νοητ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. selbstverständlich (διαφ. το ελνστ. αὐτονόητος `αποκλειστικά εννοιολογικός΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτονόητος, -η, -ο [aftonόitos] (L)
  • ① understood without explanation or proof, self-evident (near-syn αυταπόδεικτος, αυτόδηλος, ευνόητος):
    • αυτονόητη αλήθεια, διαπίστωση, ερώτηση |
    • τα μαθηματικά έχουν μερικές αρχές, που είναι αυτονόητες (Theodoridis) |
    • τα πιο πολλά που θεωρούμε αυτονόητα, τα θεωρούμε έτσι μόνο και μόνο γιατί μας είναι ακατανόητα (Kanellop) |
    • σε τέτοια εποχή επιχειρήσεις δεν μπορούσαν πια να συνεχιστούν, ήταν αυτονόητο (Terzakis) |
    • στη λογοτεχνία τα δικαιώματα της δημοτικής δεν παραχωρήθηκαν σαν κάτι αυτονόητο (Kakridis)
  • ⓐ implicitly understood or accepted, implicit (syn εξυπακουόμενος):
    • αυτονόητη προϋπόθεση |
    • άφησε ίσως να μαντεύσουμε εκείνα, που δεν ήθελε να πει ή που τα θεωρούσε αυτονόητα (Charis) |
    • η πρόταση που λείπει φαίνεται πως ήταν αυτονόητη για το Δημόκριτο και την εποχή του (Voros)
  • ② matter-of-course, expected, ordinary, natural (near-syn κανονικός, φυσικός):
    • αυτονόητη υποχρέωση |
    • καθιέρωσαν σαν αυτονόητο πια θεσμό επιλογής τις γραπτές εξετάσεις (Papanoutsos) |
    • δεν ακολουθούμε τις αυτονόητες για άλλους συνέπειες μιας πορείας παραδόσεως (Vakalo) |
    • δε θα απασχοληθώ εδώ με τη διδασκαλία της δημοτικής, που τη θεωρώ αυτονόητη και αναγκαία (APapageorgiou) [fr kath αυτονόητος ← PatrG (Ps. - Dionys. Areop

[5th c.]) αὐτονόητος, cpd w. νοητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες