Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτονομούμαι [aftonomúme] Ρ10.9β : επιδιώκω ή αποκτώ αυτονομία, γίνομαι ή είμαι αυτόνομος: Tο συνδικαλιστικό κίνημα δεν αυτονομείται με απλές διακηρύξεις.
[λόγ. < αρχ. αὐτονομοῦμαι]



