Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτομόρφωση [aftomόrfosi] η, (L)
- self-education, self-training, self-improvement (syn αυταγωγή, αυτοπαιδαγώγηση, near-syn αυτοκαλλιέργεια):
- τα κατάλληλα βιβλία να τεθούν δωρεάν στη διάθεση των καθηγητών για ~ (Sotirakis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτομόρφωσις, cpd w. μόρφωσις; cf αυτομορφωμένος (Koumanoudis: 1894), αυτομόρφωτος, -η (I. Πολυλάς, 1859)]
- self-education, self-training, self-improvement (syn αυταγωγή, αυτοπαιδαγώγηση, near-syn αυτοκαλλιέργεια):



