Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοματοποιημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοματοποιημένος, -η, -ο [aftomatopiiménos] (L)
  • automated, automatized (syn αυτοματισμένος):
    • αυτοματοποιημένες μέθοδοι παραγωγής |
    • αυτοματοποιημένα μηχανήματα αναλύσεως κυττάρων |
    • ~ σταθμός φορτώσεως βυτιοφόρων |
    • νέο σχέδιο οργανώσεως .. ενός αυτοματοποιημένου συστήματος τεκμηριώσεως των μεσαιωνικών χειρογράφων (Benakis)

[ppp of αυτοματοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go