Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτολογοκρισία [aftoloγokrisía] η, (L)
- self-imposed censorship:
- οι διακρίσεις, τα βραβεία, οι τιμές .. επιβάλλουν αρκετές φορές ~ (Antaios)
[neol, cpd w. λογοκρισία]
- self-imposed censorship:



