Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτολογοκρίνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτολογοκρίνομαι [aftoloγokrínome] (L)
  • censor o.s.:
    • αυτολογοκρίνεται ο τύπος σε στρατιωτικά θέματα

[neol, cpd w. λογοκρίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες