Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκυριαρχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκυριαρχία η [aftokiriaría] Ο25 : η δύναμη κάποιου να συγκρατεί, να ελέγχει τον εαυτό του και να μην παρασύρεται από τα συναισθήματά του, τις αδυναμίες του ή τα πάθη του: Mη θυμώνεις και, προπαντός, μη χάνεις την ~ σου.

[λόγ. αυτο- + κυριαρχία μτφρδ. αγγλ. self-control]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκυριαρχία [aftociriar ía] η, (L)
  • self-control, self-command, self-possession, composure (syn αυτοέλεγχος 2, αυτοσυγκράτηση, near-syn ψυχραιμία):
    • επαγγελματική, ηθική, ήρεμη, υποδειγματική, ψυχρή αυτοκυριαρχία |
    • βρήκε, διατήρησε, κράτησε την ~ του |
    • έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιό του με την άνεση και την ~ έμπειρου κακοποιού (Papanoutsos) |
    • τι ~ έδειξε ο ευαίσθητος Γ. μέσα στη θύελλα των παθών και των αντιθέσεων! (Tatakis) |
    • το κρασί αναστέλλει την ~ και την προσποίηση (Kakridis) |
    • ποτέ δεν είχε ακουστεί να υψώνει τη φωνή ή να χάνει την ~ του (Roufos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1849, 1895]) αυτοκυριαρχία, cpd w. κυριαρχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες