Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκυβερνώμαι [aftocivernόme] (& αυτοκυβερνιέμαι) αυτοκυβερνάται, aor subj αυτοκυβερνηθώ, (L)
- administer one's own affairs, be self-governing, rule o.s. (syn αυτοδιοικούμαι):
- οι λαοί έχουν το δικαίωμα να αυτοκυβερνώνται (Karagatsis) |
- ποια είναι η καλύτερη κυβέρνηση; αυτή που μας διδάσκει να αυτοκυβερνιόμαστε (Vrettakos) |
- το επιχείρημα της ανωριμότητας ενός λαού ν' αυτοκυβερνηθεί προβαλλόταν .. για πολύ πρωτόγονες χώρες (Roufos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1852, 1853, 1894]) αυτοκυβερνώμαι, cpd w. κυβερνώμαι]
- administer one's own affairs, be self-governing, rule o.s. (syn αυτοδιοικούμαι):



