Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκτονία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκτονία η [aftoktonía] Ο25 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκτονώ: H ~ καταδικάζεται από τη χριστιανική θρησκεία. Aπόπειρα αυτοκτονίας. || Ομάδα / απόσπασμα αυτοκτονίας, που προορίζεται και είναι αποφασισμένη να εκτελέσει μια στρατιωτική αποστολή με ελάχιστες ή χωρίς πιθανότητες διάσωσης. 2. (μτφ.) πράξη, ενέργεια λίγο πολύ ενσυνείδητη που επιφέρει την ηθική ή υλική αυτοκαταστροφή: H παραίτησή του ισοδυναμεί με πολιτική ~.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοκτονία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκτονία [aftoktonía] η, (L) (& αυτοχτονία)
:
  • ο θάνατός του αποδόθηκε σε ~ |
  • fig πολιτική ~ deliberate destruction of one's own political future, political suicide |
  • θα ήταν καθαρή ~ να κάνεις τέτοιο πράγμα it would be certain suicide for you to do such a thing |
  • η ~ είναι μια πράξη συνηθέστατη στην Kίνα (Kazantz) |
  • αν απαρνηστώ και το παραμικρότερο απ' τη ζωή μου, θα το θεωρήσω σαν μερική ~ (KPolitis) |
  • στο δρόμο μιλήσαμε για τα πιο ευχάριστα πράματα, για κηδείες και φόνους, γι' αυτοχτονίες και θανάτους και πείνα (Proussis)

[fr kath αυτοκτονία 'suicide' ← PatrG (Homiliae Clem. 12.14, prob early 3rd c. or early 4th c.), der of αυτοκτόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες