Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκριτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκριτικός, -ή, -ό [aftokritikós] (L)
  • self-criticizing:
    • ο γιος του Kωνστ. Aσωπίου, .. σχεδόν εβδομήντα πέντε ετών είναι, όταν ξαναδημοσιεύει .. τον Aπόστολο του Eλληνισμού, ένα από τα πιο βίαια αυτοκριτικά κείμενα από όσα εγέννησε η νεοελληνική συνείδηση (Dimaras)

[cpd of αυτο- & κριτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go