Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκριτική
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκριτική η [aftokritikí] Ο29 : η κριτική που κάνει κάποιος για τις δικές του πράξεις, ιδίως τις παραλείψεις ή τα σφάλματα: Είχε το θάρρος και την εντιμότητα να κάνει δημόσια την ~ του.

[λόγ. < γαλλ. autocritique < auto- = αυτο- + critique = κριτική]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκριτική [aftokriticí] η, (L)
  • self-criticism (syn αυτοέλεγχος):
    • αυστηρή, σεμνή ~ |
    • θετική ~ |
    • διάθεση, ορμή αυτοκριτικής |
    • αντέχει, υποβάλλεται σε ~ |
    • κάνει την ~ του |
    • ο αλκοολικός έχει ελάττωση της αυτοκριτικής |
    • ο ίδιος [ο Στέφ. Kουμανούδης] με την χαρακτηριστικά δίσημη ~, την οποία ασκούσε .., μας δίνει σχετικά και την δική του μαρτυρία (Dimaras) |
    • κατά το γνώριμο κομμουνιστικό σύστημα της αυτοκριτικής, ο M. βγήκε κι ομολόγησε το αμάρτημά του (Athanasiadis-N) |
    • o ποιητής ψιλολογούσε, δούλευε αδιάκοπα το στίχο, με την πιο απαιτητική ~ (Melas) |
    • η ~ του κέρδιζε αδιάκοπα έδαφος για να του εμπνέει αμφιβολίες (Chatzinis) |
    • από τους πιο επικίνδυνους παίρνω και ντοκουμέντα, γράμματα, γραφτές αυτοκριτικές (Tsirkas)

[fr kath (neol) αυτοκριτική, cpd w. κριτική; cf αυτοκρισία obsol (Koumanoudis: 1888)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες