Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκοροϊδεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκοροϊδεύομαι [aftokoroi∂évome] (L)
  • mock or kid o.s.:
    • αυτοκοροϊδευόμαστε νομίζοντας πως ζούμε σαν αυτόματα (TAthanasiadis) |
    • τσάκωσε τον εαυτό του να μιλάει μονάχος του και ν' αυτοκοροϊδεύεται (Nikolaidis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1897]) αυτοκοροϊδεύομαι, cpd w. κοροϊδεύομαι (: κοροϊδεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες