Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητοβιομήχανος [aftocinitoviomíxanos] ο, (L)
- auto industrialist:
- οι αυτοκινητοβιομήχανοι προσπαθούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των εργατών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα
[cpd w. βιομήχανος]
- auto industrialist:



