Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκινητοβιομήχανος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητοβιομήχανος [aftocinitoviomíxanos] ο, (L)
  • auto industrialist:
    • οι αυτοκινητοβιομήχανοι προσπαθούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των εργατών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα

[cpd w. βιομήχανος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go