Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητιστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητιστικά [aftocinitistiká] adv (& αυτοκινητιστικώς) (L)
  • by means of a road open to automobile traffic, by way of car (near-syn οδικά):
    • ο Mάραθος συνδέθηκε ~ .. με δασικό δρόμο (Vasileiou)

[der of αυτοκινητιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες