Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκινητισμός ο [aftokinitizmós] Ο17 : η ερασιτεχνική ενασχόληση με το αυτοκίνητο.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. automobilisme (-isme = -ισμός)]



