Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκατανόηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκατανόηση [aftokatanόisi] η, gen αυτοκατανόησης & αυτοκατανοήσεως, (L)
  • understanding of o.s., self-understanding (near-syn αυτεπίγνωση):
    • από αυτόν τον ίδιο τον πολιτισμό πρέπει .. να έλθει και η αυτοκατανόησή του (Theodorakop) |
    • η φιλοσοφία υπάρχει περισσότερο ως ένας δρόμος της σκέψεως, της αυτοκατανοήσεως, παρά ως ένα αποτέλεσμα (id.)

[fr kath (neol) αυτοκατανόησις, cpd w. κατανόησις; cf (Koumanoudis) αυτοκατανοησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες