Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκατανοούμαι [aftokatanoúme] αυτοκατανοείται, aor subj αυτοκατανοηθώ, (L)
- understand o.s.:
- ο κάθε καιρός ανακαλύπτει την ψυχή του, .. αυτοκατανοείται πληρέστερα μέσα στα κείμενά του (Panagiotop) |
- η ανάγκη του πνεύματος .. να αυτοκατανοηθεί, αυτή ακριβώς ήταν που εγέννησε τη διαλεκτική (Theodorakop)
[fr kath αυτοκατανοούμαι, cpd w. κατανοούμαι]
- understand o.s.:



